υπερχλωρυλ(ο)-

υπερχλωρυλ(ο)-
Ν
χημ. πρόθημα που δηλώνει την παρουσία μιας ρίζας υδροξυλίου στο μόριο μιας χημικής ένωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερχλωρυλοφθορίδιο — το, Ν χημ. άχρωμο, μη διαβρωτικό αέριο με ήπια οσμή που υγροποιείται στους 47°C και στερεοποιείται στους 146°C χρησιμοποιούμενο ως οξειδωτικό μέσο καυσίμων τών πυραύλων και ως μέσο φθοριώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερχλωρυλ(ο)* + φθόριο + κατάλ. ίδιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”